οδόντωση

οδόντωση
η [οδοντώνω]
1. η εμφάνιση τών πρώτων δοντιών στον άνθρωπο, η οδοντοφυΐα
2. εγκοπές και προεξοχές με τις οποίες επιτυγχάνεται η σύζευξη μεταλλικών ή άλλων αντικειμένων
3. τεχνολ. το σύνολο τών εγκοπών και τών προεξοχών, δηλαδή τών δοντιών, μεταλλικού οδοντωτού τροχού
4. φρ. «οδόντωση ακτής» — διαμόρφωση ακτής με πολλές διαδοχικές προεξοχές προς τη θάλασσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πριόνι — Εργαλείο με το οποίο κόβονται διάφορα σκληρά υλικά (ξύλο, μέταλλα, λίθοι κ.ά.). Το π. αποτελείται από ένα χαλύβδινο οδοντωτό έλασμα σε ευθύγραμμο ή κυκλικό σχήμα ή σε κορδέλα· στην πρώτη περίπτωση μπορεί να κινείται με το χέρι ή με κινητήρα, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • οδοντωτός — ή, ό (Α ὀδοντωτός, ή, όν) [οδοντώ] (συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αβδελλιαστός — ή, ό [αβδελλιάζω] αυτός που έχει συνδεθεί με οδόντωση ή κάποιο παρόμοιο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • αβδελλώνω — [αβδέλλα] 1. (για ζώα) καταπίνω βδέλλες μαζί με το νερό 2. συνενώνω με οδόντωση ή έλασμα δυο κομμάτια ξύλου ή μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • οδοντορραμφή — τα ζωολ. η μεγαλύτερη από τις ομάδες στις οποίες υποδιαιρούνται τα ωδικά πτηνά, η οποία διακρίνεται από οδόντωση στο άκρο τού άνω ράμφους …   Dictionary of Greek

  • οδόντωμα — το 1. το τμήμα που προεξέχει στο άκρο ξύλινων, μαρμάρινων ή μεταλλικών εξαρτημάτων και χρησιμεύει στη συνένωσή τους με άλλα όμοια, με εναλλασσόμενη προσαρμογή τών εσοχών τού ενός στις εξοχές τού άλλου 2. η οδόντωση τού οδοντωτού τροχού 3. το… …   Dictionary of Greek

  • πελυκοσαύρια — τα (παλαιοντ.) απολιθωμένη τάξη ερπετών, με χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά τών κοτυλοσαύρων, και πρόγονοι τών θηλαστικόμορφων θηριαψιδωτών, οι αντιπρόσωποι τής οποίας έζησαν από το κατώτερο πενσυλθάνιο ώς το μέσο πέρμιο, κυρίως στην Ευρώπη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”